- ναρδολιπής
- ναρδολῐπής, ές, ([etym.] λίπος)A anointed with nard-oil, AP6.254 (Myrin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρδολιπής — ναρδολιπής, ές (Α) ο αλειμμένος με λάδι νάρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. αργι λιπής] … Dictionary of Greek